Σμυρναϊκά Παραλειπόμενα

Στα πλαίσια των ερευνών που κάναμε μαζί με τον Αχιλλέα Χατζηκωνσταντίνου για βιβλίο μας «Η Προκυμαία της Σμύρνης», αποδελτιώθηκαν εκατοντάδες φύλλα της «Αμάλθειας», της ιστορικής εφημερίδας της Σμύρνης. Από αυτά προέκυψαν ενδιαφέρουσες πληροφορίες για την προκυμαία, το περίφημο «Και», αλλά ταυτόχρονα συγκεντρώθηκαν και διάφορα άλλα αξιοπερίεργα από τη ζωή στην πόλη εκείνη την εποχή, μέσα από ειδήσεις, άρθρα, διαφημίσεις κ.λπ. Κάποια από αυτά παρουσιάζονται παρακάτω, ακολουθούμενα και από άλλες δημοσιεύσεις που ανέβασα αρχικά στο Facebook.

«ΚΡΥΦΑΙ ΑΣΘΕΝΕΙΑΙ»

«Κρυφαί ασθένειαι» φαίνεται ότι ταλαιπωρούσαν τους Σμυρνιούς στις αρχές του 1874. Τη γιατρειά υπόσχονταν τα «καταπότια Ρακίνου».
CAPSULES de RAQUIN – au Baume de COPAHU
ΑΣΘΕΝΕΙΑΙ ΚΡΥΦΑΙ
ΤΑ ΚΑΠΩΤΙΑ ΡΑΚΙΝΟΥ
ΕΠΕΔΟΚΙΜΑΣΘΗΣΑΝ ΠΑΡΑ ΤΗΣ ΙΑΤΡΙΚΗΣ ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ ΤΩΝ ΠΑΡΙΣΙΩΝ ήτις ανεγνώρισεν εις αυτά σκευασίαν από πάσας τας άλλας ΕΚ ΚΟΠΑΧΟΥ αφού και πειρ[αμα]τικώς εβεβαιόθη επί 100 ασθενών και επέτυχαν 100 ιατρίας. Η Σοφή Ομήγυρις, ανεγνώρισεν επίσης ότι τα ΚΑΤΑΠΟΤΙΑ ΡΑΚΙΝΟΥ είναι ευκολοχώνευτα δεν φέρουν ουδεμίαν ενόχλησιν εις τον Στόμαχον, και δεν ρεύγουν.
Τώρα γιατί ο στοιχειοθέτης της διαφήμισης μπερδεύτηκε και αντί για «ΚΑΤΑΠΟΤΙΑ» [χάπια] έγραψε «ΚΑΠΩΤΙΑ», αυτό δεν μπορώ να το ξέρω. Ίσως να προτιμούσε την πρόληψη από την αντιμετώπιση…
Για τους γαλλομαθείς, εδώ περισσότερες πληροφορίες για τα «καταπότια Ρακίνου»:
Image

ΤΡΟΧΑΙΑ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ

Στην Ελλάδα το 2015 καταγράφηκαν περίπου 13.000 τραυματισμοί από τροχαία ατυχήματα, από τους οποίους σχεδόν 1.000 σοβαροί, ενώ είχαμε και γύρω στους 800 νεκρούς. Στη Σμύρνη όμως των αρχών του 1874 τα τροχαία ατυχήματα μόλις και άρχιζαν να κάνουν την εμφάνισή τους, και αυτό λόγω της έναρξης λειτουργίας εκείνο τον καιρό του «τραμβάι», του ιππήλατου τραμ, καθώς και της κυκλοφορίας του εμπορικού τρένου στις ίδιες γραμμές, που έφταναν ως τον παραθαλάσσιο σιδηροδρομικό σταθμό. Καθώς οι πεζοί δεν είχαν ακόμη συνηθίσει τα οχήματα σταθερής τροχιάς, πολλές φορές ήταν απρόσεκτοι, με αποτέλεσμα ατυχήματα όπως το παρακάτω:
«Δυστύχημα μέγα συνέβη εις τον πρεσβύτερον των ομογενών ιατρών, τον κ. Μ. Μασγανάν. Ενώ την Πέμπτην μ.μ. περιεπάτει εις την προκυμαίαν η αμαξοστοιχία του σιδηροδρόμου της εταιρείας ανέτρεψεν αυτόν και συνέτριψε τον αριστερόν πόδα. Οι ιατροί έσπευσαν να χορηγήσωσι τω παθόντι συναδέλφω όλα τα βοηθήματα της επιστήμης, ώφειλον δε να αποκόψωσι τον πόδα. Ελπίζομεν ότι ο κ. Μασγανάς, όστις εκτύπησε και εις την κεφαλήν, θέλει θεραπευθεί.»
Οι ελπίδες όμως αποδείχτηκαν φρούδες. Την επομένη η «Αμάλθεια» έγραφε:
«Το πάθημα του γηραιού ιατρού Μ. Μασγανά επί του σιδηροδρόμου της Προκυμαίας απεδείχθη δυστυχώς θανατηφόρον. Εναντίον των προσπαθειών πλείστων ιατρών της πόλεως, απεβίωσε την τρίτην ημέραν μετά την αποκοπήν του ποδός του…»
Λίγους μήνες αργότερα συνέβη και άλλο ατύχημα με θύμα «υπηρέτην κηπουρού», για το οποίο για ευνόητους λόγους η εφημερίδα δεν αφιέρωσε παρά ελάχιστες αράδες:
«Χθες η αμαξοστοιχία των προκυμαιών Σμύρνης κατεπλάκωσε ομογενή νέον, υπηρέτην κηπουρού. Ο δυστυχής μετεφέρθη εις το νοσοκομείον εις ελεεινήν κατάστασιν.»
Για το αν επέζησε ο ομογενής νέος δεν μας πληροφορεί η «Αμάλθεια» στα φύλλα των επομένων ημερών.
Σιγά-σιγά ο κόσμος άρχισε να συνηθίζει τα τρένα στην προκυμαία, κι έτσι το επόμενο ατύχημα συνέβη σχεδόν τρία χρόνια αργότερα, το 1877, αυτή τη φορά με υπαίτιο το τραμ:
«Χθες ο τροχιόδρομος κατέκοψεν αμφοτέρους τους πόδας δεκαεπταετούς νέου, ενώ ο δυστυχής περιεπάτει αμέριμνος ου μακράν της Πούντας. Ουδεμία υπάρχει ελπίς να διασωθή.»
Τη χρήση του σιδηροδρόμου ως μέσο για να θέσει τέρμα στη ζωή του ανακάλυψε κάποιος απελπισμένος δύο χρόνια αργότερα, το 1879:
«Την πρωΐαν της Τετάρτης ξένος τις, πάσχων φαίνεται διανοητικώς, ηθέλησε να αυτοκτονήση και εξηπλώθη επί της γραμμής δι’ ης διέρχεται ο σιδηρόδρομος εν τη προκυμαία. Ο μηχανικός ηδυνήθη ν’ αναχαιτίση την πορείαν της ατμαμάξης και ούτως ο δυστυχής ξένος δεν εφονεύθη μεν, πλην επληγώθη καιρίως.»
Δυστυχήματα συνέχισαν να συμβαίνουν και αρκετά χρόνια αργότερα, όπως μαρτυρεί με παραστατικές λεπτομέρειες η παρακάτω είδηση του 1888:
«Οδυνηρόν δυστύχημα συνέβη την εσπέραν της προχθές επί της Προκυμαίας. Ενώ νέος τις έβαινεν επί της τροχιοδρομικής γραμμής, ενεπήχθη το υπόδημα αυτού εντός του κενού όπερ σχηματίζει η γραμμή και το λιθόστρωτον, κατ’ εκείνην δε την στιγμήν ακριβώς ήρχετο τρέχουσα και μία των τροχιοδρομικών αμαξών. Ο ταλαίπωρος νέος δια κραυγών υπεδείκνυε τον κίνδυνον όν διέτρεχεν, αλλά δυστυχώς ο οδηγός της αμάξης ουδόλως εκράτησε τον δρόμον αυτής και ούτω οι τροχοί διήλθον άνωθεν του σώματος του ως δεσμώτου κρατουμένου εκεί νέου, όστις επληγώθη βαρέως επί του μηρού και επί του κάτου μέρους του ποδός. Άφθονον αίμα ήρξατο ρέον εκ των πληγών, εν κακή δε καταστάσει μετηνέχθη εις την οικίαν του, όπου οι προσκληθέντες ιατροί δεν εξεδήλωσαν πολλάς ελπίδας περί της διασώσεώς του.»
Και ένα τελευταίο, λίγες μέρες αργότερα, αφηγημένο με λυρική διάθεση:
«Μόλις παρήλθε δεκαπενθήμερον αφότου νεαρός συμπολίτης, στήριγμα ολοκλήρου οικογενείας, κατεπατήθη οικτρώς υπό του τροχιοδρόμου της Προκυμαίας και ήδη προχθές αι σιδηραί αυτού γραμμαί εβάφησαν εκ νέου υπό του αίματος ετέρου θύματος, ένεκα του αδεξίου τρόπου καθ’ όν διενεργείται η τροχιοδρομική υπηρεσία. Μείραξ τις ηλικίας 17-18 ετών, υπάλληλος διατελών εν τινί καφφείω της Προκυμαίας, εζήτησε να κατέλθη εκ του ιππηλάτου ενώ έτρεχε τούτο, αλλ’ εξολισθήσας κατέπεσεν υπό τους τροχούς, υφ’ ών επληγώθη θανατηφόρως εις την κεφαλήν.»
Και όλα αυτά πριν καν εμφανιστεί το πρώτο αυτοκίνητο στη Σμύρνη…
Image

ΟΙ ΑΡΧΕΣ ΠΑΙΡΝΟΥΝ ΜΕΤΡΑ

Οι μεταρρυθμίσεις του Οθωμανικού Κράτους και η ισότητα των υπηκόων του ανεξαρτήτως φυλής και θρησκεύματος, που υπόσχονταν τα Αυτοκρατορικά διατάγματα του 1839 [Χάτι Σερίφ] και 1856 [Χάτι Χουμαγιούν] και στη συνέχεια το Σύνταγμα του 1876, δεν συνετέλεσαν μόνο στη σχετική ευημερία των μειονοτήτων αυτό το διάστημα, αλλά φαίνεται πως διατάραξαν παράλληλα τις συνήθειες και τα ήθη της μουσουλμανικής πλειοψηφίας. Έτσι, το καλοκαίρι του 1874, ο Βαλής [διοικητής] της Σμύρνης βρέθηκε στην ανάγκη να πάρει μέτρα:
«Η γενική διοίκησις Σμύρνης ώφειλε να καταργήση ολεθρίαν συνήθειαν προ μικρού επικρατήσασαν εις τους γάμους [των Οθωμανών], τα συμπόσια κτλ., δηλ. το να χορεύωσιν Εβραΐδες. Ανήγγειλε δε ότι αι παραβαίνουσαι την διάταξιν ταύτην θα τιμωρώνται δια φυλακίσεως και προστίμου.»
Πάντως μόνον οι «Εβραΐδες» χορεύτριες απειλούνταν με ποινές, όχι όμως και οι συμποσιαζόμενοι Οθωμανοί.
Κάτι πρωτόγνωρο συνέβη δυο χρόνια αργότερα, το 1876, στα Θύρα [Tire], μια κωμόπολη κοντά στη Σμύρνη, με πρωταγωνίστριες Οθωμανίδες εργάτριες:
«Διαδήλωσις γυναικεία εγένετο εις Θύρα κατά την εβδομάδα ταύτην ένεκεν μέτρου τινός της αρχής, απαγορευούσης εις τας οθωμανίδας να εργάζωνται εις μη μουσουλμάνων ιδιοκτησίας. Αι οθωμανίδες εφώναζον ότι το μέτρον είναι άδικον, ωθούν αυτάς εις την επαιτείαν, διότι άλλως δεν ηξεύρουν πώς να πορισθώσι τα προς το ζην. Μετά πολλά δε επετράπη εις τας προβεβηκυίας οπωσούν ηλικίας να εργάζωνται όπου δύνανται.»
Φαίνεται πως στα Θύρα οι βιοτεχνίες ή/και τα τσιφλίκια ήταν τότε κατά πλειοψηφία στα χέρια Χριστιανών, ενώ εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι η δυναμική διαμαρτυρία των γυναικών στέφθηκε τελικά από επιτυχία.
Τον επόμενο χρόνο [1877] στην πρωτεύουσα, οι μεν άνδρες Τούρκοι αμελούσαν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα, οι δε Τούρκισσες είχαν αρχίσει να ακολουθούν τις επιταγές της μόδας, φορώντας ημιδιαφανή γιασμάκια [καλύπτρες προσώπου], καθώς και υπέρ το δέον μοντέρνους φερετζέδες [ολόσωμους μανδύες]. Η αστυνομία ήταν αναγκασμένη να εκδώσει αυστηρές οδηγίες:
«Εν Κωνσταντινουπόλει το υπουργείον της αστυνομίας έλαβε κατ’ αυτάς διάφορα μέτρα, αφορώντα εις τους Τούρκους και εις τας Τουρκίσσας. Και εις μεν τους άνδρας ως αληθείς μουσλίμ συνιστάται όπως ευθύς εις το άγγελμα της ώρας της προσευχής υπό του μουεζίνη μεταβαίνωσιν εις τα τεμένη τακτικώς, εις δε τας γυναίκας α) να καλύπτωσι το πρόσωπον δια πυκνού γιασμακίου β) να μη στέκωσι πολύ έμπροσθεν των εργαστηρίων της μεγάλης αγοράς, και γ) να μη φέρωσι φερετζέδες του συρμού και περικνημίδας και υποδήματα της εποχής Λουδοβίκου ΙΕ’, αλλά να επανέλθωσιν εις την αρχαίαν πατροπαράδοτον ενδυμασίαν.»
Όπως είναι φυσικό, οι αστυνομικές οδηγίες δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα, τουλάχιστον στις γυναίκες. Λίγα χρόνια αργότερα, στις ανώτερες κοινωνικές τάξεις, ο παραδοσιακός φερετζές είχε αντικατασταθεί από το λιγότερο συντηρητικό «τσαρσάφ» [μαντήλα που κάλυπτε και τους ώμους].
Image

ΛΗΣΤΕΣ ΚΑΙ ΑΠΑΤΕΩΝΕΣ

Αν και τον μεγαλύτερο κίνδυνο για τη δημόσια ασφάλεια στη Σμύρνη των τελών του 19ου αιώνα αποτελούσαν οι συμμορίες των ληστών, Χριστιανών και Μουσουλμάνων, που λυμαίνονταν τη γύρω ύπαιθρο, περιπτώσεις παραβατικότητας αφθονούσαν και εντός των τειχών, κυρίως ληστείες και κλοπές. Κάποιοι κλέφτες μάλιστα ήταν εισαγόμενοι, όπως γράφει η σμυρναϊκή εφημερίδα «Αμάλθεια» στις 3.8.1874.
«Η επομένη σκηνή συνέβη εις την αποβάθραν του γραφείου των διαβατηρίων.
Ομογενής μοναχός, ελθών εκ του εξωτερικού, περιέμενεν ίνα επισκεφθώσιν, ως εθίζεται, την αποσκευήν του οι τελωνιακοί φύλακες. Τούτου δ’ ισταμένου, άτομόν τι προσελθόν ηρώτησεν αν το προ των ποδών του κείμενον βαλάντιον [πορτοφόλι] ανήκεν αυτώ.
Εν ώ χρόνω ο πατήρ επλησίαζεν εις το βαλάντιον, παρουσιάζεται νέος ευπρεπώς ενδεδυμένος, ορμά κατά των δύο, του μοναχού και του δείξαντος το βαλάντιον, και ενεργεί αμέσως ερεύνας επί του μοναχού. Πριν δε συνέλθη ούτος εκ της εκπλήξεως, ο νέος ήρχισε να ερευνά και τον άλλον και ευρίσκει επ’ αυτού βαλάντιον, όπερ ο νέος διετείνετο ότι τώ έκλεψαν και ού ένεκεν ήρχισε να δέρη αυτόν. Ο ούτω προσβληθείς ετράπη αμέσως εις φυγήν, ο δε νέος ώρμησε να τον συλλάβη δήθεν και εν ριπή οφθαλμού αμφότεροι εγένοντο αφανείς.
Οι δύο ούτοι ήσαν βαλαντιοτόμοι [πορτοφολάδες] τελειοποιημένοι, και κατέφυγαν εις την κωμωδίαν αυτήν ίνα κλέψωσι τον μοναχόν, όστις αργά ενόησεν ότι τώ αφήρεσαν επτά λίρας – άπασαν την περιουσίαν του. Περιττόν δεν να είπωμεν ότι τα έντιμα αυτά υποκείμενα μάς έρχονται εξ Αλεξανδρείας.»
Αλλά και οι «γερλίσιοι» (ντόπιοι) κλέφτες δεν υστερούσαν σε ιδέες, όπως αναφέρεται σε είδηση του Νοεμβρίου 1875.
«Πολίτου, θελήσαντος να διαβή δια της οδού του ημετέρου Νοσοκομείου και διστάζοντος, διαβάτης τω έτεινε την χείρα και τον οδήγησε μέχρι της οδού των Ρόδων μετ’ άκρας προσοχής. Ότε δε εχωρίσθησαν ο δυστυχής είδε ότι του έλειπον το ωρολόγιον και τα χρήματα.»
Ένα άλλο τέχνασμα που χρησιμοποιούσαν οι απατεώνες για να εξαπατήσουν τους αφελείς ήταν ο «γρούπος». Παρακάτω δύο περιστατικά από το 1876 και το 1880.
«Την Δευτέραν πρωί δύο λωποδύται αφήρεσαν κατά την σκοτεινήν ταβέρναν το βαλάντιον ομογενούς. Οι κλέπται είχον ρίψει καθ’ οδόν τον γρούπον (χρηματόδεμα περιέχον πεντάρας), ο δε δυστυχής νομίσας ότι εύρε θησαυρόν έκυψε να λάβη αυτόν. Ταυτοχρόνως όμως άλλος παρουσιάσθη ζητών μερίδιον και ενώ επρόκειτο να διανείμωσι το εύρημα ηρπάγη το βαλάντιον!»
«Προχθές κλέπται εξαπατήσαντες δια του γρούπου ξένον ομογενή (εκ Φωκών) έπεισαν αυτόν να τους ακολουθήση, όπως διανείμωσι αδελφικώς το εύρημα, μέχρι του μύλου του Γκου. Εκεί δε επιτεθέντες ήρπασαν όσα έφερε χρήματα. Ο γρούπος είναι χρηματόδεμα μικρόν και εσφραγισμένον καλώς, περιέχον δε πεντάρας. Ο κλέπτης οσάκις οσφρανθή ξένον απλοϊκόν, ρίπτει επίτηδες το χρηματόδεμα χαμαί, ο δε σύντροφός του, διερχόμενος δήθεν, ευρίσκει το εύρημα, ώστε να τον ιδή και ο ξένος, προς όν προτείνει διανομήν, διότι η τύχη αμφοτέρους ευνοεί. Εάν ούτος, ως συνεχώς συμβαίνει, δεχθή, οδηγείται εις απόκεντρον μέρος, εκεί δε οι κακούργοι επιτίθενται και τον απογυμνούσι.»
Ούτε από τους φίλους του δεν ήταν κανείς ασφαλής, όπως μας πληροφορεί η «Αμάλθεια» το καλοκαίρι του 1879.
«Χθες προς το εσπέρας νέος συναντήσας φίλον του συνάκτην [εισπράκτορα] τραπεζιτικού οίκου ήρπασε χάριν αστεϊσμού το όπερ έφερε σακκίον, περιέχον 270 λίρας, μεθ’ ό εζήτησε παρά του υπαλλήλου να τον κεράση όπως επιστρέψη τα χρήματα. Ούτος έστερξε και μετέβησαν εις το καπηλείον, αλλ’ εν τω μεταξύ ο τα χρήματα κρατών εγένετο άφαντος. Νέον είδος κλοπής είναι, φαίνεται, τούτο.»
Τις περισσότερες φορές πάντως οι κλέφτες απλώς λήστευαν τα θύματά τους με χρήση ή απειλή βίας, όπως το 1875 έναν παντοπώλη.
«Χθες εσπέρας εν πλήρει Φραγκομαχαλά κλέπται ήρπασαν τον χοτζερέν [κασελάκι], εν ώ έθετε χρήματα παντοπώλης. Φαίνεται δε ότι οι λωποδύται κατ’ αυτάς θριαμβεύουσι, διότι πολλά είναι τα κατορθώματά των.»
Δεν ήταν όμως όλοι οι κλέφτες πλεονέκτες. Κάποιοι διέθεταν ακόμα κάποια ψήγματα συμπόνιας για τα θύματά τους.
«Την πρωίαν της Κυριακής [30.3.1877] διαβόητος κλέπτης, ού τα άθλα δεν περιγράφονται, συνέλαβε διαβάτην τινά, αφού δε εκκένωσε τα θυλάκια του είπε: ‘Είναι ήδη τετάρτη φορά καθ’ ήν περιέπεσες εις χείρας μου, αρκεί τόσον. Ημπορείς του λοιπού να περιφέρησαι ελευθέρως, διότι δεν θα σ’ εγγίσω.’»
Το 1880 δεν ήταν μια καλή χρονιά για τους κλέφτες. Οι εισπράξεις τους φαίνεται πως είχαν μειωθεί σημαντικά, και εκτός από αυτό διέτρεχαν και σοβαρούς επαγγελματικούς κινδύνους.
«Χθες πρωί εν τη προκυμαία κλέπτης ήρπασε το βαλάντιον πτωχού διαβάτου, μόλις περιέχον τεσσαράκοντα γρόσια. Ευτυχώς τον κακούργον συνέλαβον ευθύς διάφοροι πολίται και έδειρον καλώς.»
Μπροστά στον κίδυνο της εξαθλίωσης, στο τέλος εκείνης της χρονιάς (1880), οι κακούργοι αναγκάστηκαν να πρωτοτυπήσουν για να αυξήσουν τα έσοδά τους.
«Κακούργοι ετοιχοκόλλησαν κατά τα Ταμπάχανα δηλώσεις ότι εάν ο εις χείρας των περιπίπτων διαβάτης φέρη ολιγώτερα των 3 μετζητίων ή δεν έχη ωρολόγιον θα ξυλοκοπείται ή θα μαχαιρόνηται!»
Η ανακοίνωση δεν διευκρινίζει αν η βαρύτητα της τιμωρίας των θυμάτων θα ήταν αντιστρόφως ανάλογη της λείας. Άραγε οι συνεισφέροντες έστω κάτι, απλώς θα ξυλοκοπούνταν, ενώ τους τελείως άφραγκους θα περίμενε το μαχαίρι;
(Η φωτογραφία είναι από το λιμάνι της Σμύρνης στην περιοχή του σταθμού Διαβατηρίων, που διακρίνεται στο κέντρο αριστερά)
Image

ΠΑΘΗΜΑΤΑ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ

Αν και το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα το Οθωμανικό Κράτος προσπαθούσε να προωθήσει κάποιες μεταρρυθμίσεις με σκοπό να μεταμορφωθεί κάποτε σε σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος, οι παλιές συνήθειες δεν ήταν εύκολο να ξεριζωθούν. Μια από αυτές ήταν και η δουλεία, που θεωρητικά είχε καταργηθεί. Στην πράξη όμως κάποιοι εξακολουθούσαν να διατηρούν, αλλά και να προμηθεύονται νέους σκλάβους, όπως μαθαίνουμε από την «Αμάλθεια» το Φεβρουάριο του 1876.
«Τέσσαρες δούλοι, ών δύο άρρενα και δύο κοράσια, αγορασθέντες υπό Οθωμανού προκρίτου της Μαγνησίας [Manisa, πόλη 80 χλμ από τη Σμύρνη], την απελθούσαν εβδομάδα απεβιβάσθησαν εις Σμύρνην. Άμα έμαθε το πράγμα ο αξιότιμος Χαϊρή μπέης, διευθυντής του γραφείου των διαβατηρίων, διέταξε τα δέοντα ίνα συλληφθώσιν οι δούλοι και οδηγηθώσιν εις το διοικητήριον.»
Για την περαιτέρω τύχη των άτυχων νέων δεν μας πληροφορεί η εφημερίδα, ούτε και για το αν ο Οθωμανός πρόκριτος υπέστη τις συνέπειες της καταπάτησης του νόμου, πράγμα πολύ αμφίβολο. Ένα μήνα αργότερα, άλλη είδηση περιγράφει τον προπηλακισμό ενός Σμυρναίου εμπόρου Γαλλικής καταγωγής στο Ουσάκ:
«Προς την ‘Μεταρρύθμισιν’ [‘La Réforme’, γαλλόφωνη εφημερίδα της Σμύρνης] γράφουσι εξ Ουσακίου [Uşak, πόλη του νομού Σμύρνης στο εσωτερικό] ότι τον κ. Α. Ζιρώ, Γάλλον έμπορον, προσέβαλλον περί τους είκοσιν Οθωμανοί αγυιόπαιδες [αλητόπαιδα], ών τινες εικοσιπενταετείς νέοι, και ελιθοβόλησαν κραυγάζοντες ‘Γκιαούρ! γκιαούρ! φρεγκ!’ Ο κ. Ζιρώ μεταβάς παρά τω καϊμακάμη, εζήτησε να συλληφθώσιν οι αγυιόπαιδες ούτοι εντός 24 ωρών, άλλως θα τηλεγραφήση εις τον εν Σμύρνη πρόξενόν του. Ο καϊμακάμης άμα έμαθε το πράγμα, έσπευσε να διατάξη την σύλληψιν και φυλάκισιν των ενόχων. Ετοιχοκόλλησε δε εις τας αγοράς και τα τζαμία την επομένην ειδοποίησιν.
‘Απαγορεύεται αυστηρώς εις τους πιστούς να λιθοβολώσι τους χριστιανούς και ν’ αποκαλώσιν αυτούς φρεγκ [Φράγκο] γκιαούρ. Οι μη συμμορφούμενοι προς την παρούσαν διάταξιν θέλουσιν υποβάλλεσθαι εις πρόστιμον 10 μέχρις 20 μετζητίων και εις φυλάκισιν 6 μέχρι 12 μηνών.’»
Εντύπωση προκαλεί η άμεση αντίδραση των αρχών, προφανώς επειδή επρόκειτο περί Δυτικού υπηκόου. Για τους ορθόδοξους δεν ίσχυε το ίδιο, όπως μας πληροφορεί η «Αμάλθεια» το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς.
«… γράφουσιν εκ Σωκίων [Söke, κωμόπολη κοντά στην Έφεσο] ότι τρεις Οθωμανοί γεωργοί (Πελοπονήσιοι) συλλαβόντες χριστιανόν, ενώ εξώρυττε γλυκόρριζαν εν τω αγρώ του, έθηκαν υπό τον ζυγόν των βοών προς άρωσιν των αγρών του. Επειδή δε ο δυστυχής δεν εδύνατο να χρησιμεύση ως ζώον, οι κακούργοι έδειραν αυτόν τόσον, ώστε αφήκαν ημιθανή. Ο καϊμακάμης μαθών τα διατρέξαντα μετά τινας ημέρας, διέταξεν την σύλληψιν των Οθωμανών. Τούτων δ’ αρνουμένων, ο δίκαιος διοικητής προέτεινε τω κακωθέντι να παρουσιάση μάρτυρας Οθωμανούς, και επειδή τοιούτοι βεβαίως δεν υπήρχον, οι κακούργοι απελύθησαν, αφού πρώτον ωρκίσθησαν ότι ψεύδεται ο χριστιανός! Ελπίζομεν ότι η έκνομος ούτη κατάστασις θέλει παύσει, αυστηρώς τιμωρουμένων των κακούργων.»
Οι Οθωμανοί γεωργοί που περιγράφονται ως Πελοποννήσιοι πρέπει να ήταν πρόσφυγες οι απόγονοι προσφύγων από το Μοριά, και ως εκ τούτου μάλλον δεν συμπαθούσαν ιδιαίτερα τους Χριστιανούς. Πάντως η ασυδοσία που επικρατούσε στην ύπαιθρο φαίνεται ότι δεν υφίστατο σ’ αυτό το βαθμό και στη Σμύρνη και τα προάστιά της, όπως μαθαίνουμε από άλλη είδηση των αρχών του 1877.
«Σοβαρά παράπονα υπάρχουσι κατά του αγά Κορδελιού [προάστιο της Σμύρνης], όστις φαίνεται ότι εμνήσθη ημερών αρχαίων και δι’ αυθαιρεσιών προσπαθεί να πλουτήση. Κατ’ αυτάς έδειρε βαρβάρως δύο Χριστιανούς χωρικούς εκ Τσιγλή και απέλυσεν αυτούς αφού έλαβεν 70 γρόσια. Καταγγελθέντος του πράγματος εις τον αξιότιμον αρχηγόν της χωροφυλακής Γιασήν βέην, ούτος προσεκάλεσεν τον ειρημένον αγάν και ήδη ανακρίνει. Πιστεύομεν δε ότι θέλει τιμωρήσει αυτόν.»
Image

Η ΟΓΔΟΗ ΠΛΗΓΗ ΤΟΥ ΦΑΡΑΩ

« … ἐγὼ ἐπάγω ταύτην τὴν ὥραν αὔριον ἀκρίδα πολλὴν ἐπὶ πάντα τὰ ὅριά σου … καὶ κατέδεται πᾶν ξύλον τὸ φυόμενον ὑμῖν ἐπὶ τῆς γῆς … » - Η κατάσταση φαίνεται ότι δεν είχε βελτιωθεί και πολύ από την εποχή του Μωυσή, όπως μαθαίνουμε από την «Αμάλθεια» το Μάιο του 1876, που ειρωνεύεται τις προσπάθειες μάγων και χοτζάδων για την καταπολέμηση της μάστιγας των ακρίδων στην ενδοχώρα της Σμύρνης:
«Αι ευχαί και οι εξορκισμοί του εκ Δενιζλή [Denizli, πόλη 180 χλμ ΝΑ της Σμύρνης] μάγου και των 70 χοτζάδων, οίτινες μετέβησαν εις Κελές οβασή ίνα ούτως εξοντώσωσι τας ακρίδας, ουδόλως εισηκούσθησαν και το κακότροπον ζωΰφιον, πτερώσαν ήδη, ου μικράν επιφέρει ζημίαν εις τους γεωργούς, οίτινες ως εκ του περισσού ώφειλον να διαθρέψωσι τους σοφούς εκείνους και ευεργέτας της κοινώνίας, να καταβάλωσι δε ουκ ολίγα δια τα οδοιπορικά της επιστροφής των έξοδα. Αξιέπαινος τωόντι είναι ο καϊμακάμης Οδεμησίου [Ödemiş, κωμόπολη 75 χλμ ΝΑ της Σμύρνης], ο επιτρέψας τοιαύτην αγυρτείαν, ενώ οι προϊστάμενοί του εντόνως διέταξαν αυτόν να καταδιώξη τας ακρίδας.»
Τον επόμενο μήνα οι ακρίδες είχαν πλημμυρίσει και την ίδια την πόλη της Σμύρνης, μαζί και τη θάλασσα.
«Τόση ακρίς έπεσε κατ’ αυτάς εις την θάλασσαν, ώστε εις πολλά μέρη η εξ αυτών εκπεμπομένη δυσωδία είναι ανυπόφορος. Το Σάββατον μ.μ. η δημαρχία διέταξε και μετέφεραν δια έξ φορτηγών αμαξών την εις Δολμά πεσούσαν ακρίδα προς το εβραϊκόν νεκροταφείον, όπου ήνοιξαν λάκκους και παρέχωσαν. Πλην και εις τ’ άλλα μέρη είναι ανάγκη να ληφθή τοιαύτη πρόνοια.»
Η εφημερίδα παραλείπει να μας πληροφορήσει αν οι ακρίδες διαφορετικών θρησκευτικών πεποιθήσεων τάφηκαν στα αντίστοιχα νεκροταφεία της πόλης, μουσουλμανικά και χριστιανικά. Πάντως, εκτός απ’ τη Σμύρνη, και η Κάτω Παναγιά (σημ. Çiftlik, κωμόπολη της Ερυθραίας 80 χλμ Δ της Σμύρνης), έμελλε να πληγεί λίγο αργότερα από το παμφάγο ζωύφιο, και μάλιστα αφού είχαν προηγηθεί σφοδροί νότιοι άνεμοι και ο «αμπελοφθόρος σκώληξ» (φυλλοξήρα), που προκάλεσαν μεγάλες ζημιές στους αμπελώνες.
«… Αλλ’ επέπρωτο τέλος να επιτεθή και η κορωνίς των δυστυχημάτων τούτων. Επέπρωτο, λέγω, τα μείναντα λείψανα του αμπελοφθόρου σκώληκος να καταφάγη εντελώς η φθοροποιός ακρίς, ήτις επεσκέψατο προ 15 ημερών τον δύσμοιρον τούτον τόπον. Επιπεσούσα σμηνηδόν και μετά λύσσης, κατέφαγε πρόρριζα τας βαμβακοφυτείας, τους γλυκανίσσους, τα κρόμμυα, και τους πεπονοκήπους. Μη κορεσθείσα δε, επέπεσε και κατά των αμπέλων, της τελευταίας ταύτης ελπίδος των κατοίκων, οίτινες κύριον προϊόν έχουσι την σταφίδα, και μόνην αυτήν. Ήδη δε βλέποντες και την υστάτην αυτών ελπίδα απωλεσθείσαν, περιήλθον εν εντελεί απογνώσει …»
Εκτός από τις καλλιέργειες όμως οι ακρίδες δημιουργούσαν προβλήματα και στις … σιδηροδρομικές συγκοινωνίες.
«Η πληθύς της ακρίδος οσημέραι αποδεικνύεται μεγαλητέρα, εις τινα δε μέρη αι αμαξοστοιχίαι αμφοτέρων των σιδηροδρομικών γραμμών μόλις δύνανται να βαίνωσι βραδέως, διότι τα σιδηρά ελάσματα βρίθουσιν από ζωΰφια άτινα φονευόμενα αποτελούσιν ύλην γλοιώδη, εμποδίζουσαν τους τροχούς. Η αποφορά ενιαχού είναι μεγίστη. Δυστυχώς εγκαίρως δεν ελήφθησαν, ως και άλλοτε είπομεν, τα κατάλληλα μέτρα προς εξάλειψιν της μάστιγος … Εν τούτοις εις τον Βουτζάν [προάστιο της Σμύρνης, σημ. Buca] ήρχισεν ήδη η καταδίωξις, χάρις κυρίως εις τους παρεπιδημούντας Σμυρναίους, και ήρξαντο να συνάζωσι το καταστρεπτικόν ζώον, δι’ ό πληρόνουσιν 20 παράδες εφ’ εκάστης οκάς …»
Τριάντα χρόνια αργότερα, το Δεκέμβριο του 1913, οι μέθοδοι καταπολέμησης της μάστιγας των ακρίδων είχαν εξελιχθεί, επικεντρωνόμενες στην πρόληψη.
«Ανακοινούται επισήμως υπό της Νομαρχίας ότι η προς κατάθεσιν των δέκα οκάδων ωών των ακρίδων προθεσμία, ήτις έληξε την 15 ιστ. παρετάθη μέχρι της 1 προσεχούς Ιανουαρίου. Αποφάσει του ειδικού Συμβουλίου οφείλουν και οι κυβερνητικοί και στρατιωτικοί υπάλληλοι ως και οι αξιωματικοί της χωροφυλακής να καταβάλλουν το αναλογούν αυτοίς ποσόν των δέκα οκάδων των ωών …»
Όλοι ανεξαιρέτως ήταν υποχρεωμένοι να μαζέψουν και να παραδώσουν 10 οκάδες (12 κιλά) αυγά ακρίδων, ακόμα και οι Έλληνες υπήκοοι, και μάλιστα με ειδική συμφωνία.
«Συμφώνως τη συνθήκη τη συναφθείση μετά τον πόλεμον απεφασίσθη επισήμως όπως οι εν Τουρκία Έλληνες υπήκοοι καταβάλλωσι φόρον οδοποιΐας ως και το αναλογούν εις έκαστον πολίτην ποσόν των δέκα οκάδων ωών των ακρίδων.»
Βέβαια, όπως γίνεται συχνά σε αντίστοιχες περιπτώσεις, κάποιοι επιτήδειοι βρήκαν την ευκαιρία να εκμεταλλευτούν την κατάσταση.
«Δια τας Ακρίδας – Ο υποφαινόμενος δηλοποιώ ότι ο βουλόμενος όπως προμηθευθή ωά ακρίδων αντί 15 οκταρακίων τας 10 οκάδας δύναται να αποταθή εις την αποβάθραν Χαμηδιέ Σμύρνης είτε εις το κατάστημά μου πλαγίως του Ιταρέ [διαχείρισης] της αποθήκης των ωών, είμαι δε υπόχρεως όπως παραδώσω εις τον αγοραστήν και την σχετικήν απόδειξιν – Χ" Παπέλης.»
Με 15 οκταράκια (30/100 της λίρας) οι ενδιαφερόμενοι μπορούσαν να αγοράσουν τις απαιτούμενες 10 οκάδες αυγών ακρίδας και να τις παραδώσουν στη σχετική υπηρεσία. Το γεγονός ότι το κατάστημα του πωλητή βρισκόταν δίπλα στην κρατική αποθήκη όπου συλλέγονταν τα αυγά, δεν φαίνεται να προκάλεσε υποψίες για ύποπτες δοσοληψίες μεταξύ εκείνου και των φυλάκων της αποθήκης.
Λίγο πριν τη λήξη της προθεσμίας, η στήλη «Σμυρναϊκή Ηχώ» της «Αμάλθειας» προειδοποιούσε όσους δεν είχαν κάνει ακόμη το χρέος τους:
«… Μη λησμονείτε ότι πρέπει να προμηθευθήτε δώδεκα ή δεκαπέντε οκάδας ακρίδος ή να στείλετε 15 δίγροσα εις το αρμόδιον γραφείον. Το απαίσιον ζωΰφιον δεν ήρκει ότι ενέσκηπτε μόνον εις τα σπαρτά προκαλούν αγγαρείας των χωρικών προς εξόντωσιν, ενέσκηψε και εις τα βαλάντια των πολιτών, κατοίκων των πόλεων, όπως τα ελαφρύνη κατά 15 κερμάτια, εν είδει φιλοδωρήματος προς αυτό κατά τας επί θύρας εορτάς. Είναι ανάγκη λοιπόν οι ολιγωρήσαντες να συμμορφωθώσιν προς την κυβερνητικήν διαταγήν, διότι παρερχομένης της 31ης δεκεμβρίου, οι μη πληρώσαντες τα 15 δίγροσα, θα υποβληθώσιν εις πρόστιμον μιας λίρας ή εις ολιγοήμερον φυλάκισιν …»
Image

ΕΠΙΔΗΜΙΕΣ ΣΤΗ ΣΜΥΡΝΗ

Όπως όλη η Ανατολή, έτσι και η Σμύρνη επλήγη πολλές φορές κατά τους νεώτερους χρόνους από επιδημίες όπως η πανώλη, η χολέρα και η ευλογιά, με τα θύματα να ανέρχονται συχνά σε πολλές χιλιάδες.
Η πανώλη (το «μαύρο θανατικό») επισκέφθηκε την πόλη κατά τα έτη 1678, 1711, 1741, 1751, 1765, 1778, 1784, 1813, 1818, 1831, 1837 και 1838-39. Το 1813, στην πιο θανατηφόρα από τις επιδημίες αυτές, πέθαναν 45-50.000 από τους 100.000 κατοίκους, ενώ το 1837, σε πληθυσμό 130.000 προσβλήθηκαν 5.227 άτομα, από τα οποία κατέληξαν τα 4.831. Ελάχιστα κρούσματα εμφανίστηκαν και το καλοκαίρι του 1922. Τότε πάρθηκαν αυστηρά μέτρα και διατάχθηκε γενικός υποχρεωτικός εμβολιασμός, με αποτέλεσμα να κατασταλεί σύντομα η νόσος.
Η χολέρα ενέσκηψε κατά τα έτη 1831, 1848, 1854-1855, 1865, 1893, 1910-11 και 1913, και προσέβαλλε κυρίως άτομα άνω των 50 ετών. Στην επιδημία του 1831, την πρώτη στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, σε πληθυσμό 80.000 κατοίκων σημειώθηκαν 17.000 κρούσματα, από τα οποία τα 7.000 θανατηφόρα, ενώ την ίδια χρονιά είχε προηγηθεί πανώλη. Στην επόμενη επίσκεψη της χολέρας, το 1848, υπήρξαν 2.129 θάνατοι σε ένα πληθυσμό 100.000 κατοίκων.
Για την ευλογιά δεν έχουμε πολλά στοιχεία πριν το 1841, όταν καταγράφεται για πρώτη φορά. Η νόσος, που παρά τον συστηματικό δαμαλισμό θέριζε, και κυρίως τα μικρά παιδιά, επέστρεψε το 1871, το 1888, το 1896, το 1903, το 1909 και το 1913, την τελευταία φορά παράλληλα με την επιδημία χολέρας.
Τέλος, στις αρχές του 1918, εν μέσω πολέμου, παρουσιάστηκε στη Σμύρνη επιδημία εξανθηματικού τύφου («ψειραρρώστια») με 20.000 κρούσματα, από τα οποία 2.000 θανατηφόρα.
Μόλις ξέσπαγε μια επιδημία, οι ασθενείς μεταφέρονταν σε ειδικά λοιμοκομεία («Μορτάκια») από τους «μόρτηδες», όσους δηλαδή είχαν επιζήσει από την ασθένεια και είχαν αποκτήσει ανοσία. Τέτοια λοιμοκομεία, ένα ή περισσότερα για κάθε εθνική κοινότητα, άρχισαν να ανεγείρονται στα όρια της πόλης από το 1840 και μετά. Οι νεκροί απολυμαίνονταν σε μεγάλους λάκκους με ασβέστη προτού ταφούν στα νεκροταφεία.
Οι υπόλοιποι κάτοικοι της Σμύρνης κλείνονταν στα σπίτια τους ή έσπευδαν να εγκαταλείψουν την πόλη, καταφεύγοντας στα γύρω βουνά και στα προάστια, στην είσοδο των οποίων «καπνίζονταν» από τους ντόπιους, ή ραντίζονταν με φαινόλη. Από τη φυγή δεν εξαιρούνταν ούτε οι ζητιάνοι: στην επιδημία χολέρας του 1855 αποχώρησαν όλοι ανεξαιρέτως, επιστρέφοντας στους τόπους καταγωγής τους, πράγμα που ο σμυρναϊκός τύπος υποδέχτηκε με ανακούφιση. Οι ελάχιστοι κάτοικοι που κυκλοφορούσαν στους δρόμους κρατούσαν πελώριες μαγκούρες για να μην τους πλησιάζει κανείς.
Συνοικίες με μεγάλη εξάπλωση της επιδημίας απομονώνονταν με σχοινιά, και παλιές οικίες όπου είχαν πεθάνει άρρωστοι κατεδαφίζονταν ή πυρπολούνταν. Σχολεία, καφενεία και ταβέρνες έκλειναν, σε αντίθεση με τους ναούς, όπου στις δεήσεις και στις λιτανείες συνέρρεε πλήθος κόσμου. Όσον αφορά τα τρόφιμα, τα λαχανικά, ιδίως αγγούρια και μαρούλια, απαγορεύονταν και κατάσχονταν, τα δε υπόλοιπα τρόφιμα και τα διάφορα αντικείμενα, ειδικά τα νομίσματα, βαπτίζονταν σε ξίδι για απολύμανση.
Με την πρόοδο της επιστήμης και την καθιέρωση της προσωπικής υγιεινής τον τελευταίο αιώνα, είχαμε σχεδόν ξεχάσει ότι παλαιότερα οι άνθρωποι βίωναν τέτοιες καταστάσεις. Ήρθε όμως ο κορωνοϊός για να μας τις ξαναθυμίσει…
Εδώ η μετάφραση στα τουρκικά από την Ayşen Tekşen.
Πηγή: Χ. Σολομωνίδης, Η Ιατρική στη Σμύρνη.
Στη φωτογραφία: Φαρμακείο της Σμύρνης.
Image

ΚΑΡΑΝΤΙΝΑ ΣΤΗ ΣΜΥΡΝΗ ΤΟΥ 1919

Lock-down –αλλά και delivery!– υπήρχαν και στο παρελθόν. Να πώς αντιμετωπίστηκε το 1919 από τις τότε Ελληνικές Αρχές της Σμύρνης μία περίπτωση θανάτου με πιθανή αιτιολογία την πανούκλα. Εξιστορεί πολλά χρόνια αργότερα ο επτάχρονος τότε Peter Polycarp Galdies, ο γιος του θανόντος:
«Αμέσως μόλις έφτασε το πιστοποιητικό θανάτου στα χέρια των αρχών για να εκδοθεί η άδεια ταφής, ήρθε στο σπίτι μας ένας υγειονομικός υπάλληλος μαζί με κατάλληλο προσωπικό και εξοπλισμό απολύμανσης. Ανέλαβαν οι ίδιοι την ταφή, και όλοι εμείς στο σπίτι εμβολιαστήκαμε. Θυμάμαι ότι τρόμαξα τόσο πολύ που προσπάθησα να κρυφτώ πίσω από μια μεγάλη σκούπα στην κουζίνα, χωρίς όμως επιτυχία γιατί με ανακάλυψαν και με εμβολίασαν, όπως και όλους τους υπόλοιπους.
Διέταξαν να συγκεντρωθεί όλη η οικογένεια στο μπροστινό σαλόνι, και μας είπαν ότι θα κοιμόμασταν εκεί. Έκλεισαν ερμητικά και σφράγισαν όλα τα κουφώματα και τα τζάμια των παραθύρων με χαρτιά και κόλλα, και το ίδιο έκαναν και με την πόρτα που οδηγούσε από το καθιστικό στο υπνοδωμάτιο. Άδειασαν τελείως την κάμαρα που πέθανε ο πατέρας μου, στρώματα, μαξιλάρια, κουβέρτες, κουρτίνες κ.λπ., αφήνοντας στη θέση του μόνο το γυμνό κρεβάτι, που ήταν σιδερένιο. Κλείδωσαν την πόρτα που οδηγούσε στο χολ και το παράθυρο που έβλεπε στην είσοδο και τα κάλυψαν με εφημερίδες, κολλώντας ξανά χαρτιά γύρω απ’ την πόρτα και τα κουφώματα. Μόλις τελείωσαν μ’ αυτά τοποθέτησαν ένα τεράστιο μαγκάλι στο κέντρο του δωματίου, έριξαν μεγάλη ποσότητα θειάφι πάνω στα κάρβουνα και, μόλις ξεκίνησαν οι αναθυμιάσεις, έκλεισαν την πόρτα του καθιστικού και ακολούθησε η ίδια διαδικασία σφραγίσματος στην εξωτερική του πλευρά, απομονώνοντας έτσι τελείως το δωμάτιο.
Έπειτα απολύμαναν και ψέκασαν όλο το σπίτι και μας διέταξαν να μη βγούμε έξω απ’ αυτό για σαράντα μέρες. Φαγητό θα μας προμήθευαν οι αρχές από ένα εστιατόριο. Έξω απ’ την πόρτα μας στήθηκε ένας φρουρός, με αυστηρές εντολές να μην επιτρέπει σε κανέναν να μπαίνει ή να βγαίνει απ’ το σπίτι. Κανονίσαμε να φροντίζουν οι συγγενείς τα ζώα σ’ ένα άδειο οικόπεδο δίπλα στο σπίτι: ένας θα τάιζε την κατσίκα κι ένας άλλος θα πρόσεχε τα κουνέλια κα τις κότες.
Οι πρώτες μέρες του εγκλεισμού ήταν ιδιαίτερα πικρές και οδυνηρές. Δεν σταματήσαμε να κλαίμε για την τεράστια απώλεια του πατέρα μας και για το αβέβαιο μέλλον της οικογένειάς μας. Οι υγειονομικές αρχές πάντως ήταν πολύ καλές και γενναιόδωρες. Μας έδωσαν μάλιστα την άδεια να παραγγέλνουμε κάθε μέρα ό,τι φαγητό θέλαμε, χωρίς περιορισμό κόστους ή ποσότητας. Οι μεγαλύτερες αδελφές μου εκμεταλλεύτηκαν τον χρόνο κυρίως διαβάζοντας και μελετώντας σχολικά βιβλία για να είναι εντάξει με τα μαθήματά τους αργότερα, ενώ εγώ και η μικρότερη αδελφή μου περνούσαμε τον χρόνο μας παίζοντας με τις κούκλες της.»
Image